- ζιζανίων
- ζιζάνιονdarnelneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
плевельныи — (1*) пр. к плевелъ: злаго ѹгодни(к). плевелныи сѣ˫атель. антих(с)въ пр(д)тча. (τῶν ζιζανίων) ГБ к. XIV, 185б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγρανάπαυση — Χρονική περίοδος ανάπαυσης των χωραφιών μετά από εξαντλητική καλλιέργεια. Η διάρκεια της α. είναι συνήθως ένας χρόνος και εξαρτάται από το είδος του εδάφους και τις κλιματικές συνθήκες της περιοχής όπου βρίσκεται το χωράφι. Εφαρμόζεται κυρίως σε… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
εδαφολογία — Κλάδος των φυσιογνωστικών επιστημών που ασχολείται με τη μελέτη του εδάφους, όσον αφορά ιδιαίτερα τον τομέα της γεωργίας. Ερευνά επιστημονικά, δηλαδή, τους διάφορους παράγοντες του στρώματος του εδάφους πάνω στο οποίο εξελίσσεται η φυτική ζωή.… … Dictionary of Greek
ζιζάνεμα — το [ζιζανεύω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού ζιζανεύω*, η διασπορά ζιζανίων, διχονοιών, σκανδάλων … Dictionary of Greek
ζιζανιοκτόνος — α, ο 1. αυτός που καταστρέφει ή καταπολεμά τα ζιζάνια 2. το ουδ. ως ουσ. το ζιζανιοκτόνο (φάρμακο) χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται στην καταπολέμηση τών ζιζανίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. εντομο κτόνος … Dictionary of Greek
λιβάδι — Έκταση γης που καλύπτεται από ποώδη βλάστηση, είτε αυτοφυή (φυσικά λ.) είτε καλλιεργημένη με σπορά από τον άνθρωπο (τεχνητά λ.). Προορίζεται είτε για βοσκή των ζώων ή κοπή χορτονομής είτε και για τα δύο. Η λιβαδική βλάστηση αποτελεί ένα σύνολο… … Dictionary of Greek
μαλαθείο — Οργανοφωσφορική ένωση του τύπου C10H19O6PS2· είναι επίσης γνωστή με διάφορες εμπορικές ονομασίες, όπως μερκαπτοθείο, μάλντισον κ.ά. Είναι κίτρινο υγρό, με υψηλό σημείο βρασμού και διαλύεται στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες, αλλά είναι… … Dictionary of Greek
μελάμπυρο — το (Α μελάμπυρον, τὸ και μελάμπυρος, ὁ) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαρίδες και περιλαμβάνει 10 περίπου είδη επιβλαβών ημιπαρασιτικών ζιζανίων τού Βόρειου Ημισφαιρίου… … Dictionary of Greek
ρύπανση — η / ῥύπανσις, άνσεως, ΝΜ [ῥυπαίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρυπαίνω, το να γίνεται ένα καθαρό πράγμα ρυπαρό, βρόμικο, το λέρωμα νεοελλ. φρ. α) «ρύπανση τού περιβάλλοντος» οικολ. εισαγωγή ή διασπορά στο περιβάλλον κάθε ουσίας ή ενέργειας,… … Dictionary of Greek